παρατεταγμένως

παρατεταγμένως
Α
1. όπως σε παράταξη μάχης, με σταθερότητα («παρατεταγμένως ἀμύνεσθαι», Πλάτ.)
2. με συγκρατημένο τρόπο, με αυτοσυγκράτηση, με αυτοκυριαρχία
3. (γεωμ.) σε ευθεία γραμμή, παράλληλα σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρατεταγμένος τού παρατάσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρατεταγμένως — παρατάσσω place perf part mp masc acc pl (doric) παρατεταγμένως as in battlearray indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερούντως — (Α) επίρρ. με καρτερία, καρτερικά, θαρραλέα («παρατεταγμένως καὶ καρτερούντως ἀμυνομένων τὴν τύχην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. καρτερῶν, οῦντος (καρτερῶ), πρβλ. αρκ ούντως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”